Την εποχή της Επαναστάσεως η Σμύρνη αποτελούσε σπουδαίο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πολυπληθή και ακμάζοντα ελληνικό πληθυσμό. Έτσι οι Φιλικοί είχαν κάθε λόγο να αξιοποιήσουν τη Σμύρνη ως τόπο ενεργού δραστηριότητας με συλλογή χρημάτων και κατηχήσεις νέων μελών. Στο πλαίσιο αυτό είχε επισκεφθεί τη Σμύρνη ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειες της τοπικής εφορείας της Σμύρνης και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος.

Τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στα δρώμενα της φιλικής εταιρείας στη Σμύρνη ανέπτυξε ο Σμυρναίος ιατρός Μιχαήλ Ναύτης, ο οποίος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 και ως μέλος της Εφορείας των Φιλικών της Σμύρνης κατήχησε τον ιερομόναχο Νεόφυτο Οικονόμο, τους εμπόρους Παντελή Αδρακτά και Μιχαήλ Παπάζογλου, τον Δημήτριο Κοκκινάκη και τον Μιχαήλ Καλιβούτζη. Για τη δραστηριότητά του αυτήν απέσπασε έπαινο από τον Αρχηγό της Επαναστάσεως Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο Ναύτης κατηχούσε μέλη, συγκέντρωνε πληροφορίες και διεξήγε εράνους για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Ως γιατρός δεν κινούσε τις υποψίες των τουρκικών αρχών για το γεγονός ότι κυκλοφορούσε σε όλη την πόλη και τα περίχωρα και έκανε επισκέψεις σε διάφορα σπίτια και για το ότι δεχόταν κόσμο στην οικία του. Οι μυστικές συναντήσεις των Φιλικών της Σμύρνης γίνονταν κυρίως στην “κρυψώνα”, που βρισκόταν στην είσοδο του τρίστρατου της Αγίας Φωτεινής, στο κτήριο που στεγαζόταν το ονομαστό ζαχαροπλαστείο του Θεόδωρου Στρατηγού και σωζόταν έως και το 1922, και στο σπίτι του Ναύτη.

Η σύζυγος του Ναύτη, Κυριακή, γινόταν μάρτυρας των μυστικών συναντήσεων που διαδραματίζονταν στην οικία της, χωρίς να γνωρίζει όμως τι συνέβαινε, αφού πάντοτε δεν της επιτρεπόταν να λαμβάνει μέρος. Η μυστικότητα αυτή του συζύγου της και οι συνωμοτικές του κινήσεις της εξέθρεψαν την περιέργεια και την έβαλαν σε υποψίες. Έτσι, κάποια στιγμή, όταν ο Ναύτης κοιμόταν, εκείνη παραβίασε το μπαούλο, στο οποίο ο σύζυγός της έκρυβε τα έγγραφα και τα χρήματα της Φιλικής Εταιρείας, και με αυτόν τον τρόπο έμαθε το μυστικό, το οποίο ο άντρας της κρατούσε επτασφράγιστο. Η Κυριακή Ναύτη δεν αντιλήφθηκε τι σήμαιναν τα έγγραφα που κρατούσε στα χέρια της. Πίστεψε ότι ο σύζυγός της ήταν μέλος κάποιας μασονικής στοάς. Όταν ο Ναύτης ξύπνησε και είδε τη γυναίκα του εμπρός από το μπαούλο να επεξεργάζεται τα έγγραφα της Φιλική, αμέσως την έψεξε για την ενέργειά της αυτή, την κλείδωσε μέσα στο σπίτι και έτρεξε να ειδοποιήσει τα λοιπά μέλη της τοπικής εφορείας.

Τα απόρρητα έγγραφα είχαν αποκαλυφθεί μαζί και ο όρκος των Φιλικών που ήταν μυστικός. Η λύση ήταν είτε ο θάνατος της Κυριακής είτε η μύησή της στην Φιλική Εταιρεία. Όμως στην Εταιρεία γίνονταν δεκτά ως μέλη μόνο άνδρες.

Ο Ναύτης, αφού ενημέρωσε τα λοιπά μέλη της Εταιρείας για το τι είχε συμβεί, είπε:

– Δεν υπάρχει άλλη λύση παρά η θυσία της γυναίκας μου από το να διακινδυνεύσει η σωτηρία της πατρίδας. Την αγαπώ, είναι μητέρα των παιδιών μου, αλλά προέχει η πατρίδα και ας πάρει το μυστικό μαζί της.

Οι Φιλικοί, βλέποντας την ταραχή και τη συγκίνηση του Ναύτη αλλά και το ότι προτιμούσε να θυσιαστεί η πολυαγαπημένη του γυναίκα από το να αποκαλυφθεί το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας, αποφάσισαν να ορκίσουν την Κυριακή Ναύτη μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Μετά την εξέλιξη αυτή η Κυριακή Ναύτη όχι μόνο δεν αποκάλυψε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας, αλλά προσέφερε 3.000 γρόσια στο ταμείο της Φιλικής από την περιουσία της όπως και άλλα χρήματα και τιμαλφή και επέδειξε έντονη δραστηριότητα, μεταφέροντας μηνύματα και συλλέγοντας πληροφορίες. Μετά την έναρξη της Επαναστάσεως κατέφυγε με τον σύζυγό της στη Σύρο, όπου συνέχισε να προσφέρει χρήματα στον Αγώνα.

Έτσι, η Κυριακή Ναύτη απέκτησε το προνόμιο να είναι η μοναδική γυναίκα που έδωσε τον όρκο των Φιλικών και για εμάς τους σύγχρονους Σμυρνιούς αποτελεί μεγάλη τιμή.

Σταύρος Μελιδώνης

Μέλος του Δ.Σ. Της “Ενώσεως Σμυρναίων”