Του Σταύρου Μελιδώνη, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Νομικού Συμβούλου και Μέλους του Δ.Σ της “Ενώσεως Σμυρναίων”.

«Όποιος στοχάζεται για την Ελληνική Επανάσταση πρέπει να διέπεται και από ευλαβικό σεβασμό διά τους ήρωες και τους μάρτυρες αυτούς, ώστε να μην αμαρτάνει και προς την ιστορική αλήθεια.»

Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Ακαδημαϊκός και Μέγας Διδάσκαλος εκ Σμύρνης.

Η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης φέρνει στο προσκήνιο τη δράση εκείνου του μοναδικού λαού, που συνένωσε τις πενιχρές δυνάμεις του και αποτίναξε ζυγό δουλείας τετρακοσίων ετών. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και μια ευκαιρία να αναδειχθεί η προσφορά μορφών του Αγώνα, οι οποίες κατάγονταν από περιοχές που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως τα μέγιστα στην Απελευθέρωση του Γένους, παρέμειναν όμως στο περιθώριο, καθώς δεν εντάχθηκαν μέσα στα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Οι περισσότεροι αγνοούν ότι το διαμάντι της Ιωνίας, η Σμύρνη, είχε τεράστια συμβολή στον ξεσηκωμό του Γένους. Οι Σμυρναίοι κατά την προεπαναστατική περίοδο είχαν πληρώσει βαρύ τίμημα σε θύματα. Το 1770, μετά τη ναυμαχία του Τσεσμέ, η οργή των Τούρκων, εξαιτίας της καταστροφής του οθωμανικού στόλου από τον ρωσικό με τη χρήση πυρπολικών που καθοδηγούνταν από Έλληνες, ξέσπασε αρχικά επάνω στο εκκλησίασμα της Αγίας Φωτεινής και, στη συνέχεια, σε όλο το εμπορικό κομμάτι της πόλης με σφαγή άνω τον 1.000 ατόμων, κατά την εκτίμηση του Γάλλου προξένου Πεϊσονέ. Σφαγές εναντίον Ελλήνων και άλλων χριστιανών έγιναν επίσης τον Μάρτιο του 1797, που έχουν μείνει γνωστές με τον ονομασία «το ρεμπελιό της Σμύρνης», με αφορμή τον φόνο ενός γενίτσαρου από Επτανήσιους, υπηκόους της Βενετίας. Σε αντίποινα, γενίτσαροι και μουσουλμανικός όχλος σκότωσαν περί τους 1500 έως 2000 Έλληνες, σύμφωνα με εκτιμήσεις ξένων διπλωματών που ζούσαν στη Σμύρνη.

Παρά ταύτα και εν γνώσει των Ελλήνων της πόλης ότι βρίσκονταν στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έθεταν ξανά τις ζωές τους σε άμεσο κίνδυνο, η Σμύρνη βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο της προετοιμασίας του Αγώνα. Την εποχή της Επαναστάσεως η Σμύρνη αποτελούσε σπουδαίο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πολυπληθή και ακμάζοντα ελληνικό πληθυσμό. Έτσι, οι Φιλικοί είχαν κάθε λόγο να αξιοποιήσουν τη Σμύρνη ως τόπο έντονης δραστηριότητας με συλλογή χρημάτων και κατηχήσεις νέων μελών. Μάλιστα η “κρύπτη” στην οποία γίνονταν οι κρυφές συναντήσεις των Φιλικών της Σμύρνης σωζόταν έως και το 1922. Βρισκόταν στην είσοδο του τρίστρατου της Αγίας Φωτεινής στο κτήριο που στεγαζόταν το ονομαστό ζαχαροπλαστείο του Θεόδωρου Στρατηγού. Λόγω της έντονης δραστηριότητας αυτής επισκέφθηκε τη Σμύρνη και ο εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιος Τσακάλωφ, ενώ μετά την ανάδειξη ως Αρχηγού του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποφασίστηκε η αποστολή του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου στη Σμύρνη, προκειμένου να ενημερωθούν οι Σμυρναίοι Φιλικοί για αυτήν τη σημαντική εξέλιξη. Στη Σμύρνη επίσης, ορκίστηκε Φιλικός και ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο μεγάλος διδάσκαλος της Ευαγγελικής Σχολής και της Ακαδημίας των Κυδωνιών, αλλά και ο Λυκούργος Λογοθέτης, Η τοπική εφορεία της Σμύρνης είχε ως Πρόεδρο τον Σπυρίδωνα Δεστούνη και ως μέλη τους Γεώργιο Πασχάλη, Μικέ Λογιώτατο και Μιχαήλ Ναύτη. Ο Ναύτης ανέπτυξε πολύ μεγάλη δραστηριότητα στα δρώμενα της Φιλικής Εταιρείας στη Σμύρνη. Ήταν ιατρός και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, ενώ ως μέλος της Εφορείας των Φιλικών κατήχησε τον ιερομόναχο Νεόφυτο Οικονόμο, τους εμπόρους Παντελή Αδρακτά και Μιχαήλ Παπάζογλου, τον Δημήτριο Κοκκινάκη και τον Μιχαήλ Καλιβούτζη. Για τη δραστηριότητά του απέσπασε έπαινο από τον Αρχηγό της Επανάστασης Αλέξανδρο Υψηλάντη. Άξιο συμπαραστάτη στη δραστηριότητά του αυτή είχε τη σύζυγό του Κυριακή, η οποία προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά στη Φιλική Εταιρεία από την περιουσία της και έχει το μεγάλο προνόμιο αυτή η Σμυρναία να είναι η μοναδική γυναίκα που έδωσε τον όρκο των Φιλικών. Εκτός από τους ανωτέρω, ο Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει ως Φιλικούς από τη Σμύρνη τον Γεώργιο Αφθονίδη, ο οποίος διετέλεσε Γραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνοδεύοντας τον Γρηγόριο τον Ε’ στην Κωνσταντινούπολη, όταν εξελέγη από Σμύρνης Οικουμενικός Πατριάρχης, και τους Γαλανό Ανανία, Εμμανουήλ Δημήτριο, Κακουλίδη Ιωάννη, Καρτερό Δημήτριο, Κορτάτση Ιωάννη, Κυτριλάκη Μιχαήλ, Νικολόπουλο Π., Όμηρο Ξ., Πασχάλη Γεώργιο, Σπαχή Δημ. και Στρατηγόπουλο Αθανάσιο. Με εράνους και ενέργειες των Φιλικών της Σμύρνης απεστάλησαν τα πρώτα πολεμοφόδια στη Μάνη τον Μάρτιο του 1821 με το καράβι του Σπετσιώτη Χριστόδουλου Μέξη και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξοπλίστηκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Νικηταράς και οι άλλοι αγωνιστές και κατέλαβαν την Καλαμάτα, την πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε.

Η παρουσία όμως της Σμύρνης είναι σημαντική και στα σύμβολα του Αγώνα. Σπάνια αναφέρεται ότι το λάβαρο της Αγίας Λαύρας έχει σμυρναϊκή προέλευση. Σύμφωνα με το αρχείο της Μονής, το λάβαρο ήταν προσφορά των Σμυρναίων στα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς μοναχοί από την Αγία Λαύρα έφτασαν στη Σμύρνη, για να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από την εκεί ορθόδοξη κοινότητα για την ανοικοδόμηση της πυρπολημένης Μονής. Εκτός από τους εύπορους Σμυρναίους, συνεισέφεραν και οι κοπέλες της πόλης οι οποίες φιλοτέχνησαν ένα έργο μοναδικό, την παράσταση της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», τη μνήμη της οποίας τιμούσε και τιμά η Μονή. Το έργο ανέλαβε η κεντήστρα Χρύσω με βοηθούς της έναν αγιογράφο και οκτώ κόρες αριστοκρατικών οικογενειών της Σμύρνης. Σύμφωνα με την παράδοση και όπως απαιτούσε η τέχνη τους, οι κεντήστρες άναβαν το καντήλι στο εικονοστάσι και, κατά τη διάρκεια του κεντήματος, έψελναν συνεχώς τροπάρια. Εξαιτίας της πολυπρόσωπης παράστασης και της περίτεχνης σύνθεσης η εργασία διήρκεσε τρεις ολόκληρους μήνες και, αφού ευλογήθηκε, παραδόθηκε στους μοναχούς με επίσημη τελετή. Το λάβαρο, ένα ορθογώνιο μεταξωτό ύφασμα φέρει την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία σε οριζόντια θέση, ενώ, πάνω από τη νεκρική κλίνη, ο Χριστός κρατά στα χέρια του σπαργανωμένο βρέφος, που συμβολίζει την ψυχή της Θεοτόκου. Τη σκηνή περιβάλλουν μορφές αγίων και στο επάνω μέρος της εικόνας εικονίζονται άγγελοι που υποδέχονται την ψυχή της Παναγίας. Οι μορφές κεντήθηκαν με χρυσόνημα, ενώ μαργαριτάρια σχημάτισαν το φωτοστέφανο της Θεοτόκου και διακόσμησαν τις κάθετες πλευρές του υφάσματος. Το κέντημα επικολλήθηκε σε εκλεκτό δαμασκό ύφασμα χρώματος βαθέος πορφυρού, στο κάτω μέρος του οποίου τοποθετήθηκαν χρυσοκέντητα κρόσια με διπλή σειρά μαργαριταριών. Το λάβαρο μεταφέρθηκε από το παλαιό στο νέο μοναστήρι το έτος 1735 και ο ηγούμενος Τιμόθεος το τοποθέτησε στην Ωραία Πύλη του Ιερού Βήματος. Στα μέσα του 18ου αιώνα επανέκαμψε στη Σμύρνη, γιατί χρειάστηκε αποκατάσταση λόγω των φθορών που είχαν σημειωθεί από το πέρασμα του χρόνου. Η λύση δόθηκε πάλι από τις έμπειρες κεντήστρες της Σμύρνης, οι οποίες αποκατέστησαν τις φθορές με τέτοιο θαυμαστό τρόπο, ώστε, λέγεται, το λάβαρο έδειχνε καλύτερο από την αρχική του μορφή.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης το λάβαρο έγινε η πρώτη πολεμική σημαία των Επαναστατών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πολιορκία των Καλαβρύτων δέχτηκε τουρκικό βόλι, σημάδι που είναι εμφανές στο κεφάλι του αριστερού αγγέλου της εικόνας. Το 1826, όταν η Μονή πολιορκήθηκε και πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ, οι μοναχοί το διέσωσαν μεταφέροντας το στο νησί Κάλαμο κοντά στην Ιθάκη.
Επιπλέον στη Μονή της Αγίας Λαύρας διασώζεται κι ένα άλλο κομψοτέχνημα της μικρασιατικής χρυσοκεντητικής, ο Επιτάφιος, που κεντήθηκε στη Σμύρνη το 1754 από την Ελληνίδα Κασσιανή. Τα μοναδικά αυτά κειμήλια, εκτός από την ιστορική τους σημασία, υποδηλώνουν το υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής δημιουργίας και συνάμα την ακλόνητη πίστη αλλά και την οικονομική ευρωστία των Ελλήνων της Σμύρνης.

Η έναρξη της Επανάστασης ενέτεινε τη δράση των Φιλικών της Σμύρνης, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στην ενίσχυση με χρήματα και πολεμοφόδια των αγωνιστών της Πελοποννήσου αλλά επεκτάθηκε και στην αποστολή μαχητών. Έτσι, εκατοντάδες Έλληνες της Σμύρνης, βάζοντας σε κίνδυνο τις ζωές τις δικές τους και των οικογενειών τους, απέπλευσαν από τη Σμύρνη και τις ακτές της Ιωνίας, για να πολεμήσουν στον επαναστατημένο Μωριά και τη Ρούμελη. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι τη διαφυγή από τη Σμύρνη προς την Ελλάδα και την ενίσχυση των επαναστατημένων τμημάτων, επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό και έλεγχο των εισερχόμενων στο λιμάνι της Σμύρνης και εξερχόμενων από αυτό πλοίων. Σε μία περίπτωση αλγερινή γολέτα συνέλαβε πλοίο υπό γαλλική σημαία που μετέφερε 250 Έλληνες, οι οποίοι έφευγαν προς την Ελλάδα, για να γλυτώσουν από τα αναμενόμενα αντίποινα των Τούρκων. Οι Τούρκοι απαίτησαν την παράδοση σε αυτούς του πληρώματος και των επιβατών και, παρά τη δοθείσα διαβεβαίωση στον Γάλλο Πρόξενο ότι επιβάτες και πλήρωμα δεν θα υφίσταντο καμία ποινή, αναίρεσαν τα συμφωνηθέντα και κατέσφαξαν όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα του πλοίου. Στη συνέχεια, ο όχλος επέπεσε κατά του Ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα να φονευθούν περισσότεροι από 1.000 Έλληνες, όπως αναφέρει η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental.

Οι Σμυρναίοι όμως δεν πτοήθηκαν από τα γεγονότα. Γνώριζαν εξαρχής ότι είναι ανέφικτο να απελευθερωθεί η πατρίδα τους, δεν δίστασαν όμως να συνεισφέρουν στον Αγώνα με κάθε μέσο. Έτσι λοιπόν, πέραν από τη συμβολή τους σε χρήμα και στην παθητική μέσω των ομαδικών σφαγών θυσία, προχώρησαν στη δημιουργία ιδιαίτερου τακτικού στρατιωτικού σώματος, που ονομάστηκε «Ιώνιος Φάλαγξ» και είχε επικεφαλής τον Σμυρναίο Ιωάννη (Γιαννακό) Καρόγλου. Σύμφωνα με κατάλογο που συνέταξε ο Ιωάννης Καρόγλου, ευρισκόμενος στη Χίο, τον Ιούνιο του 1828 υπό τις διαταγές του Φαβιέρου το συγκεκριμένο σώμα αριθμούσε 359 άνδρες, καταγόμενους ως επί το πλείστον από τη Μικρά Ασία και κυρίως από τη Σμύρνη. Σκοπός της φάλαγγας, που ο οργανισμός της δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουνίου του 1826, ήταν «η εις εν σώμα ένωσις των εις την ελευθέραν Ελλάδα ευρισκομένων και υπό διαφόρους αρχηγούς διεσπαρμένων Ιώνων κ.λ.π., δια να κατασταθώσιν ούτω χρησιμώτεροι εις τον υπέρ της ελευθερίας ιερόν ελληνικόν αγώνα». Η Ιωνική φάλαγγα από την αρχή της συγκρότησής της τέθηκε υπό την αρχηγία του Νικηταρά. Έλαβε μέρος στη μάχη κατά του Ιμπραήμ στο Άστρος, και στην εκστρατεία της Ρούμελης υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, όπου, κατά την περίφημη νίκη στη μάχη της Αράχοβας, επευφημήθηκε από τον Στρατηγό για την ιδιαίτερη ανδρεία της. Ο Γιαννακός Καρόγλου το 1836 τιμήθηκε με το αργυρό αριστείο του Αγώνα ως ανώτατη τιμητική διάκριση, με το οποίο τιμήθηκαν και άλλοι αγωνιστές, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς, καθώς δεν υπήρχε χρυσό αριστείο.

Μεταξύ των Σμυρναίων που έσπευσαν να συνδράμουν την Επανάσταση ξεχωριστή θέση κατέχουν οι αδελφοί Παντελής ή Πανταλέων και Εμμανουήλ Βασιλειάδη από τους οποίους ο πρώτος ακολούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στη συνέχεια πολέμησε στην Πελοπόννησο, ενώ ο δεύτερος πολέμησε στα Δερβενάκια υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη. Επιπλέον μεγάλη ήταν και η συνεισφορά των ιατρών Σμυρναίων στον Αγώνα, οι οποίοι όχι μόνο πολέμησαν ως στρατιώτες, αλλά προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και ως επιστήμονες ιατροί σε έναν τομέα όπου υπήρχε παντελής έλλειψη και η μοναδική ιατρική παρουσία περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην ύπαρξη πρακτικών ιατρών. Αναφέρονται οι ιατροί – αγωνιστές: Ζυγομαλάς Ανδρέας, Γεωργιάδης Κωνσταντίνος, Δούκας Ιωσήφ, Ελαιών Κυριάκος,, Θεοδώρου Πασχάλης, Κλάδος Μαρίνος,, Περόγλου Πέτρος, Περόγλου Στυλιανός, Λάτρης Ικέσιος Χορτάκης Νικόλαος.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι οι Σμυρναίοι, που πάλεψαν σκληρά και επίμονα προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον πανελλήνιο αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, αιτήθηκαν, υποβάλλοντας σχετική αναφορά προς την Γ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, να δεχθεί η Εθνοσυνέλευση στις εργασίες της αντιπρόσωπό τους και να προσδιοριστεί από τη Συνέλευση ένα μέρος της ελεύθερης Ελλάδας, όπου θα μπορούσαν να ανεγείρουν πόλη με την επωνυμία «Νέα Σμύρνη», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους στη Σμύρνη θα καθίστατο αδύνατη λόγω εκδικητικών αντιποίνων. Στην αναφορά που υπέβαλαν οι Σμυρναίοι Παύλος Παρασκευάς και Σπυρίδων Σκούφος τονίζεται η συνεισφορά της Σμύρνης «εις την διατήρησιν και μετάδοσιν των φώτων εις την λοιπήν Ελλάδα» ως «πρωτευούσης πόλεως των πλησιοχώρων πολιτειών και νήσων αλλά και κοινού κέντρου, όπου συνήρχοντο όλοι σχεδόν οι τυραννούμενοι των ήδη ελευθέρων μερών ομογενείς, όπου εύρισκον άσυλον κατά του διωγμού». Η Γ’ Εθνική Συνέλευση με το ΚΓ’ Ψήφισμά της, έδωσε την άδεια στους Σμυρναίους να ανεγείρουν πόλη με την ονομασία «Νέα Σμύρνη» σε όποιο μέρος του Ισθμού της Κορίνθου ήθελαν προκρίνει. Το ψήφισμα όμως αυτό δεν εφαρμόστηκε και δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω διαφόρων εμποδίων και περιστάσεων, καθώς μετά την απελευθέρωση δόθηκε ευρεία αμνηστία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και πολλοί έσπευσαν να επανέλθουν στην πατρίδα τους, στην Ιωνία, συνεχίζοντας από εκεί υπό άλλες μορφές τις πατριωτικές τους προσπάθειες για το μεγαλείο του Ελληνισμού. Ήταν πεπρωμένο η ανέγερση της Νέας Σμύρνης να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα κάτω από άλλες τραγικές περιστάσεις έναν αιώνα μετά.

Βιβλιογραφία:

Αναστασιάδης Γ. Ι., Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Α’, 1938, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Αναστασιάδης Γ. Ι., Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Γ’, 1940, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Αναστασιάδης Γ. Ι., Ιστορίας Επανάληψις, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Θ’, 1961, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Βλαδίμηρος Λάζαρος, Η ιστορία της Ελληνικής Ιατρικής στη Σμύρνη, 2018, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Clogg RichardSmyrna in 1821, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος ΙΕ’, 1972, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Κωνσταντινίδης Κ. Γ., Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Β’, 1939, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Λουκάτος Σπύρος, Προτάσεις Σμυρναίων Αγωνιστών και Προσφύγων για ανέγερση “Νέας Σμύρνης” στον Ισθμό της Κορίνθου (1827-1829), Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος ΙΗ’, 1988, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

Λυκουρίνος Κυριάκος, Το Σμυρναίικο Λάβαρο της Επανάστασης του 1821, Εφημερίδα Μνήμη, φύλλο 12, 2013, εκδ. Σύλλογος Μικρασιατών Καβάλας.

Προκοπίου Σωκράτης, Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη, χ.ε 1949.

Σεφεριάδης Στελ., Η Σμύρνη κατά την Επανάστασιν του 1821, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Α’, 1938, εκδ. Ένωσις Σμυρναίων.

[/fusion_text][/fusion_builder_column][/fusion_builder_row][/fusion_builder_container]